- αφόρμικτος
- ἀφόρμικτος, -ον (Α)(για μελαγχολική μουσική) που δεν συνοδεύεται από φόρμιγγα ή λύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + φορμίζω < φόρμιγξ (-γγος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀφόρμικτος — without the lyre masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)